WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| in itself adv | (per se) | από μόνος μου περίφρ |
| | | αυτός καθεαυτός περίφρ |
| | The Guggenheim museum is in itself a reason to visit Bilbao. |
| | Το μουσείο Γκούγκενχαϊμ αποτελεί από μόνο του λόγο να επισκεφθεί κανείς το Μπιλμπάο. |
| | Το μουσείο Γκούγκενχαϊμ αυτό καθεαυτό αποτελεί από λόγο να επισκεφθεί κανείς το Μπιλμπάο. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: